Shopping Cart

Κανένα προϊόν στο καλάθι σας.

Κατερίνα Γώγου,η ποιήτρια των Εξαρχείων

«Ξέρω πως ποτέ δε σημαδεύουνε στα πόδια. / Στο μυαλό είναι ο Στόχος»

Αφιέρωμα στην Κατερίνα Γώγου, από τον Φιλόλογο Κ. Κωστέα

Ζωγράφισε τους πίνακές της με μαύρο χρώμα γιατί της ρήμαξαν το κόκκινο. Μίσησε το λευκό της άριας φυλής, των νεκροσέντονων και των λευκών κελιών. Έτσι, τάχθηκε στον αγώνα για την αποκατάσταση της απουσίας χρώματος.

Γεννήθηκε στην Αθήνα την 1η Ιουνίου 1940 και λόγω της Κατοχής και του Εμφυλίου αλλά και της αυστηρότητα του πατέρας της είχε δύσκολα παιδικά χρόνια. Από μικρή αγάπησε την υποκριτική και συμμετείχε σε παιδικούς θιάσους.

Σταδιακά το κορίτσι που είδαμε να ενσαρκώνει την άβουλη υπηρέτρια ή την τσαμπουκαλεμένη μαθήτρια σε γλυκανάλατες ταινίες του Φίνου συνειδητοποιεί πως, κινούμενη συνεχώς στην ίδια διαδρομή, οδηγείται σε αδιέξοδο, αισθάνεται τη «μουγκαμάρα», την εσωτερική μοναξιά, την ανέφικτη επικοινωνία, τη διάψευση των ελπίδων. Εξεγείρεται, επειδή θέλει να κουβεντιάσει και της το στερούν. Μόνη διέξοδος η  ποίηση. Σύμφωνα με μαρτυρία της, αρχίζει να γράφει για τον εαυτό της από αγανάκτηση για το κακό και από αγάπη για τον άνθρωπο και τη ζωή.

«Είχαν πονέσει οι μασέλες μου από το να μη μιλάω. Κι όταν άρχισα να γράφω, νόμισα ότι θα σπάσει το στιλό. Τόσο πάθος είχα γι’ αυτά που ήθελα να πω. Δεν ξέρω πώς γράφουν οι άλλοι. Εγώ ζούσα και έγραφα» δήλωσε η ίδια σε παλιότερη συνέντευξη της στην εφημερίδα Ελευθεροτυπία.

Η πρώτη της συλλογή με τίτλο Τρία κλικ αριστερά κυκλοφόρησε το 1978 και σύμφωνα με τον εκδότη της, Θανάση Καστανιώτη, πούλησε 40.000 αντίτυπα, αριθμό που μονάχα ο Ρίτσος και ο Ελύτης τα χρόνια της Μεταπολίτευσης μπορούσαν να φτάσουν. Έβγαλε επίσης τα βιβλία Ιδιώνυμο (1980), Το ξύλινο παλτό (1982), Απόντες (1986),  Ο μήνας των παγωμένων σταφυλιών (1988). Μετά το θάνατό της κυκλοφόρησε η συλλογή Με λένε Οδύσσεια (2002) και η συγκεντρωτική έκδοση του έργου της με τίτλο Τώρα να δούμε εσείς τι θα κάνετε: Ποιήματα 1978-2002). 

Η Κατερίνα γράφει ποίηση την ώρα που ομότεχνοί της, ακόμα και καταξιωμένοι ποιητές, κάνουν δημόσιες σχέσεις. Κατά τον Λεωνίδα Χρηστάκη, «έμεινε έξω από κάθε λογής εκδοτικά και καλλιτεχνικά κυκλώματα και γι’ αυτό σπάνια γίνονταν γι’ αυτήν αναφορές στα ΜΜΕ». 

Η ίδια γράφει χαρακτηριστικά:

Εκείνο που φοβάμαι πιο πολύ

είναι μη γίνω ποιητής.

Μην κλειστώ στο δωμάτιο

ν’ αγναντεύω τη θάλασσα

κι απολησμονήσω.

Μην κλείσουν τα ράμματα στις φλέβες μου

κι από θολές αναμνήσεις κι ειδήσεις της ΕΡΤ

μαυρίζω χαρτιά και πλασάρω απόψεις.

Μη με αποδεχτεί η ράτσα που μας έλιωσε

για να με χρησιμοποιήσει.

Μη γίνουν τα ουρλιαχτά μου μουρμούρισμα

για να κοιμίζω τους δικούς μου.

Μη μάθω μέτρο και τεχνική

και κλειστώ μέσα σ’ αυτά

για να με τραγουδήσουν.

Τα ποιήματά της ξεχειλίζουν από πάθος και έκρηξη. Συγκεκριμένα, εξαπολύει μύδρους κατά των χαφιέδων και των λειτουργών της έννομης τάξης, μισεί τις συμβάσεις , αγαπά τους απόκληρους, αυτούς που οι κομφορμιστές καλούν περιθωριακούς, τους παρομοιάζει με μαύρα πουλιά, και, μέσω της ποίησης, ανοίγει τα φτερά της, για να τους συναντήσει στα Εξάρχεια και σε υπόλοιπες στιγματισμένες και άγριες περιοχές των Αθηνών. 

Ζώντας στο περιθώριο γίνεται σύρμα τεντωμένο και κεντρίζει το κατεστημένο. Υποστηρίζει με θέρμη τον αντιεξουσιαστικό χώρο και επανειλημμένα διαμαρτύρεται κατά της κρατικής ασυδοσίας. Ο πρώην Υπουργός Τηλέμαχος Χυτήρης την αποκάλεσε «Μαγιακόφσκι των Εξαρχείων». Η διάχυτη θλίψη, η μελαγχολία και η πεισιθάνατη διάθεση μας θυμίζουν τους ποιητές του Μεσοπολέμου και «ιδανικό αυτόχειρα» της Πρέβεζας Κώστα Καρυωτάκη: Εκμυστηρεύεται άλλωστε: «Πώς σκύβει έτσι πάνω στο στόμα μου να δει / αν ανασαίνω ο Καρυωτάκης…»

Σε μικρότερη κλίμακα, στους στίχους της, προσπαθεί να παρηγορήσει τους αναγνώστες της. Σε ποίημα που αφιερώνει στη φίλη της, Μαρία, γράφει:

Θα ’ρθει καιρός που θ’ αλλάξουν τα πράματα.

Να το θυμάσαι Μαρία.

Θυμάσαι Μαρία στα διαλείμματα εκείνο το παιχνίδι

που τρέχαμε κρατώντας τη σκυτάλη

–μη βλέπεις εμένα– μην κλαις. Εσύ είσ’ η ελπίδα

άκου θά ’ρθει καιρός

που τα παιδιά θα διαλέγουνε γονιούς

δε θα βγαίνουν στην τύχη

Δε θα υπάρχουνε πόρτες κλειστές

με γερμένους απέξω

Και τη δουλειά

θα τη διαλέγουμε

δεν θα ’μαστε άλογα να μας κοιτάνε στα δόντια.

Οι άνθρωποι –σκέψου!– θα μιλάνε με χρώματα

κι άλλοι με νότες

Να φυλάξεις μοναχά

σε μια μεγάλη φιάλη με νερό

λέξεις κι έννοιες σαν κι αυτές

απροσάρμοστοι-καταπίεση-μοναξιά-τιμή-κέρδος-εξευτελισμός

για το μάθημα της ιστορίας.

Είναι, Μαρία –δε θέλω να λέω ψέματα–

δύσκολοι καιροί.

Και θά ’ρθουνε κι άλλοι.

Δεν ξέρω –μην περιμένεις κι από μένα πολλά–

τόσα έζησα τόσα έμαθα τόσα λέω

κι απ’ όσα διάβασα ένα κρατάω καλά:

«Σημασία έχει να παραμένεις άνθρωπος».

Θα την αλλάξουμε τη ζωή!

Παρ’ όλα αυτά Μαρία.

Οι περισπούδαστοι κριτικοί της λογοτεχνίας ακόμα και αυτοί της δικής της γενιάς προσπέρασαν την ποίηση της. Κάποιοι φαίνεται πως ενοχλήθηκαν από τον καταγγελτικό της τόνο και θεώρησαν πως τα γραπτά της συνιστούν μια ακόμα οργίλη διαμαρτυρία, ενδεχομένως ρηχή και επιφανειακή. Ωστόσο, η σπαρακτική φωνή της Γώγου έγινε δίαυλος των αισθημάτων εκείνων που αμφισβήτησαν την επίπλαστη ευδαιμονία των μεταπολιτευτικών χρόνων.

Οι ανυπότακτοι νέοι, βακχευμένοι από τις απαγγελίες της, που ντύνει μουσικά ο Κυριάκος Σφέτσας, στην ταινία Παραγγελιά! (1980) του Παύλου Τάσσιου τη θεωρούν ροκ είδωλο. Ο ίδιος ο συνθέτης παρομοιάζει τη Γώγου με κορυφαία ενός αόρατου χορού, που επιχειρεί να σχολιάσει και να ξορκίσει το κακό προσφέροντας την κάθαρσή στους θεατές τους οποίους θεωρεί όλους υπεύθυνους για το κακό που είχε συμβεί. Με το πέρασμα του χρόνου, όλο και περισσότεροι στίχοι της μελοποιούνται και μέχρι σήμερα γράφονται, εν είδει συνθημάτων, στους τοίχους.

Η ζωή της Κατερίνας φαίνεται να παίρνει χρώμα από τη γέννηση της Μυρτώς(έφυγε κι αυτή νωρίς), που ήταν καρπός του έρωτά της με τον Παύλο Τάσσιο. Τα συναισθήματα της για την μητρότητα περιγράφονται στο ποίημα που αφιερώνει στην θυγατέρα της με τίτλο «Πάμε ομορφή μου».

Ωστόσο η μοίρα της είναι προδιαγεγραμμένη. Το 1991 η Κατερίνα σημειώνει σε συνέντευξή της: «Ελεύθερος σκοπευτής ήταν ο Άσιμος. Τον δολοφόνησαν. Τον Παύλο Σιδηρόπουλο, το ίδιο. Η μόνη επιζήσασα, εγώ, όχι όμως για πολύ…». Στις 3 Οκτωβρίου 1993 ένα κοκτέιλ από χάπια και αλκοόλ δίνει την πολυπόθητη λύση στα αδιέξοδά της, η Κατερίνα ελευθερώνεται με τρόπο ποιητικό.

Είμαι ελεύθερη ελεύθερη ελεύθερη

κι όταν έρθει καιρός

που θα κρέμεται στο τσιγγέλι

το πετσί μου σαν τομάρι

απ’ τους κρατικούς εκδορείς και τη λογοκρισία

η φαντασία μου θα τρέχει… τρέχει… τρέχει

είμαι φευγάτη από τώρα τρέχει… γειααα 

Όπως ήταν φυσικό ο θάνατός της πέρασε στα ψιλά. Κάποιοι που την είχαν ξεγραμμένη, όσο ζούσε, σήμερα διοργανώνουν λαμπρές εκδηλώσεις για να την τιμήσουν. Ας είναι …. Το αδάμαστο πνεύμα της βρίσκεται ακόμα εδώ. Μας συνιστά την προσοχή καθώς ξέρει «πως ποτέ δε σημαδεύουνε στα πόδια, στο μυαλό είναι ο στόχος».

Ας κλείσουμε με ένα ποιητικό πορτραίτο της ποιήτριας από το «Υστερόγραφο» της Μυστικής Ιθάκης, ενός βιβλίου του συγγραφέα Κώστα Αρκουδέα, που κυκλοφόρησε πρόσφατα και λειτουργεί ως τρίτο μέρος μιας άτυπης τριλογίας, αφιερωμένης στους συγγραφείς και τους φραγμούς που διαχρονικά αντιμετωπίζουν:

Η Κατερίνα Γώγου μισάνοιξε τα βλέφαρά της. Η ματιά της ήτανε τζάμι θαμπωμένο από την κάπνα και την υγρασία. Η μέρα έξω έμοιαζε με νύχι κομμένο στραβά, μπηγμένο βαθιά στη σάρκα, έτσι που σε κάθε της κίνηση να χώνεται βαθύτερα και να της προκαλεί πόνο. 

«Αιχμαλωτίζεις τη στιγμή και την παγώνεις», συλλογίστηκε. «Είσαι καλά έτσι όπως είσαι ξαπλωμένη, κοιτώντας το ταβάνι. Αν γινόταν, δε θ’ άλλαζες τίποτα. Θα ’μενες για πάντα εδώ, συντροφιά με την ανάσα και το χτυποκάρδι σου». 

Στο αντικρινό διαμέρισμα, κάποιος άκουγε ελαφρολαϊκά. Κάτω, στον δρόμο, αντηχούσαν οι φωνές των παιδιών που έπαιζαν μπάλα στο προαύλιο του σχολείου. Κάποιο έβαλε γκολ και άρχισε να πανηγυρίζει. Κάποιο άλλο είπε ότι η μπάλα δεν είχε περάσει τη γραμμή. Άρχισαν να τσακώνονται. 

«Δέντρο ήμουν κι έσπασα… ρίζα με λένε τώρα».

Πηγές:

Αρκουδέας Κώστας, Μυστική Ιθάκη, Αθήνα: Καστανιώτης 2024.

Γώγου Κατερίνα, Συγκεντρωτική έκδοση: Τώρα να δούμε εσείς τι θα κάνετε: Ποιήματα 1978-2002, Καστανιώτης 2013.

Οra nihil, «Kατερίνα Γώγου», Αναρχικό Δελτίο, νο 37, Δεκέμβρης 2005. Ηλεκτρονικός σύνδεσμος: http://squathost.com/a_deltio/gr/d37_kat.htm.

Τρωαδίτης Δήμητρης. «Κατερίνα Γώγου, Εμένα οι φίλοι μου είναι μαύρα πουλιά», Το κόσκινο, 04/10/2011. Ηλεκτρονικός σύνδεσμος:https://tokoskino.me/2011/10/04/%CE%BA%CE%B1%CF%84%CE%B5%CF%81%CE%AF%CE%BD%CE%B1-%CE%B3%CF%8E%CE%B3%CE%BF%CF%85-%CE%B5%CE%BC%CE%AD%CE%BD%CE%B1-%CE%BF%CE%B9-%CF%86%CE%AF%CE%BB%CE%BF%CE%B9-%CE%BC%CE%BF%CF%85-%CE%B5%CE%AF%CE%BD%CE%B1/

Συνοπτικό Βιογραφικό

Ο Κωνσταντίνος Κωστέας γεννήθηκε στις 03/08/1990 στην Καλαμάτα. Είναι αριστούχος απόφοιτος του τμήμα­τος Φιλολογίας (Κατεύθυνση Βυζαντινής και Νεοελληνικής Φι­λολογίας) και του μεταπτυχιακού προγράμματος  «Αρχαία και Νέα Ελληνική Φιλοσοφία» (κατεύθυνση: Νεοελληνική Φιλολογία) της Σχολής Ανθρωπιστικών Επιστημών και Πολιτισμι­κών Σπουδών του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου με έδρα την Καλαμάτα. Από το 2021 είναι υποψήφιος Διδάκτωρ του ιδίου τμήματος.  Έχει επιμεληθεί πλήθος κειμένων. Ασχολείται με την ποίηση. 

to_saravalo blog