Δωρεάν μεταφορικά από 70 €

Παρουσίαση Βιβλίου: F@ck the diet
«Ένας ναός το σώμα σου,μια προσευχή η ψυχή σου.Κάθε γεύμα, ένα χάδι φροντίδας. Κάθε επιλογή, μια υπόσχεση
Κανένα προϊόν στο καλάθι σας.
Αυτό το ζ στη ζωή, όλο βουίζει.
Δεν σέβεται τη νεκρική μας ησυχία.
Ο Τσιμάρας μας έφυγε πριν τρία χρόνια αλλά άφησε πίσω του ένα βιβλιαράκι που σώζει συνειδήσεις. Κι εκεί στις τελευταίους του μήνες τον γνώρισα.Μιλήσαμε λίγο τηλεφωνικώς για την ποίηση του, είχα πάρει στα χέρια μου την ποιητική του συλλογή “Αγνώστου: Η βία του βίου” ένα μικρό βιβλιαράκι δέκα επί είκοσι εκατοστά που μου άλλαξε την ζωή, 214 περίπου σελίδες όπου απλώνεται ποιητική εργασία περίπου είκοσι χρόνων, με 171 ποιήματα, τα περισσότερα ολιγόστιχα. Οι στίχοι του όμως σακατεύουν…
Έψαχνες το άλλο σου μισό,
ενώ εσύ έλειπες ολόκληρος..
Από την πρώτη κιόλας ανάγνωση, εύκολα αντιλαμβάνεται κανείς ότι ο Τζανάτος δεν φτιάχνει ποίηση μέσω τής φιλολογίας, δεν μετρά συλλαβές για να ολοκληρώσει το ποιητικό μέτρο, δεν τον ενδιαφέρουν οι τεχνικές ατέλειες τού στίχου και γενικότερα οι ποιητικοί κανόνες. Κι όμως, τηρουμένων των αναλογιών, συμβαίνει κι εδώ, ό,τι συμβαίνει και με τον στίχο τού Καρυωτάκη. Παρά τις ατέλειες, παρά την ανυπαρξία ποιητικού μέτρου, την απουσία ηχηρών λέξεων και επιπλέον καλολογικών στοιχείων, το τελικό αποτέλεσμα και ποιητικό ρυθμό διαθέτει και αρτιωμένο αφήγημα και νοηματικό βάθος.
Θάλεγε κανείς διαβάζοντας τα πρώτα ποιήματα ότι εδώ έχουμε να κάνουμε κυρίως με ποίηση διανοητική, ποίηση στηριγμένη στο απόφθεγμα, το επίγραμμα και ακόμη το ευφυολόγημα. Επιπλέον και σε αρκετές περιπτώσεις ποίηση λογοπαιγνίου. Πρόκειται για «είδος» που καλλιεργήθηκε κατά κόρον από την Κική Δημουλά, μάλιστα σε τέτοιο βαθμό ώστε στα ύστερα ποιήματά της να έχει απομείνει μοναχά η μανιέρα, το παιχνίδι των λέξεων, ένας στείρος εντυπωσιασμός, άνευρος και δίχως ουσία, ένα παιχνίδι και τίποτα παραπάνω. Η σημαντική διαφορά είναι ότι στα περισσότερα ποιήματα τού Τζανάτου, το λογοπαίγνιο και το ευφυολόγημα δεν απομένουν μετέωρα, γυμνά και άστοχα, μα κάθονται πάνω σε περιεχόμενο, (υπονοούμενο ή άμεσα δηλούμενο) γερό, καίριο, επίκαιρο όσο ποτέ μα και συνάμα διαχρονικό, στηρίζονται με άλλα λόγια σε νόημα, βαθύτερο στοχασμό, κάποιες φορές και σε ένα και μόνο απλό ερώτημα.
Τα ποιήματα τής συλλογής χωρίζονται σε πέντε ενότητες, όλα άτιτλα (εκτός από δύο), δίχως καν χρονολογία, εκτός από το εισαγωγικό τής πρώτης ενότητας που τιτλοφορείται «Η ζωή στην αγέλη». Θα μπορούσε να είναι και ο τίτλος ολάκερης τής συλλογής. Γιατί πράγματι, αν ασχολείται με κάτι κατά κόρον ο Τζανάτος είναι η διαφορά μέσα στο πλήθος, η μοίρα εκείνων που έχουν επιλέξει να κινούνται στην απέναντι τού όχλου όχθη, η μοίρα όσων επιμένουν να μορφώνουν πρόσωπο και να κρατούν αποστάσεις από την μάζα και τις οπαδικές συμπεριφορές της. Δείτε προσεκτικά το εισαγωγικό ποίημα τής συλλογής.
«Εγώ είμαι εδώ από αγάπη. Μη με φάτε…».
Τους είπα.
«Έτσι θα είσαι δικός μας. Αν σε φάμε. Έτσι
αγαπάμε».
Μού είπαν.
«Να με φάτε με τρυφερότητα τότε…».
Ψιθύρισα.
«Μη σε νοιάζει. Η πρώτη δαγκωνιά πονάει.
Μετά συνηθίζεις. Και δεν αισθάνεσαι.
Τίποτα».
Δέκα στίχοι όλοι κι όλοι και ένας διάλογος. Αλλά μέσα σε τούτο το ποιηματάκι υπάρχει ολάκερη η διαδικασία τής απώλειας τής παιδικότητας, (παρθενίας, αφέλειας, αθωότητας, όπως θέλετε πείτε το), η ανιδιοτελής αγάπη και η θετική διάθεση προς την κοινωνία, η αποδοχή μιάς μοίρας που δεν έχει άλλο δρόμο να περπατήσει, ο φόβος για την απώλεια τού συναισθήματος, όλα αυτά από την πλευρά τού νεοφώτιστου, τού νέου μέλους. Και από την άλλη μεριά, την ομοιογενή, την αδιάσπαστο, η αγάπη δια τής υποταγής, η δικτατορική προσταγή για αφομοίωση, μία αδιόρατη ειρωνεία σε ένα φόντο κυνισμού και αδιαφορίας. Με άλλα λόγια – για να γίνεις ένας από εμάς, για να σε αποδεχθούμε και να σε υπολογίζουμε μέλος μας, πρέπει να αδειάσεις από οτιδήποτε σε κάμει διάφορο, μοναδικό, από οτιδήποτε σε ξεχωρίζει και υψώνει την κεφαλή σου ψηλότερα από το μπόι τής μάζας.
Το θέμα βεβαίως δεν είναι καινούριο, θα έλεγα μάλιστα πως είναι χιλιοπαιγμένο, ακριβώς γι’ αυτό όμως κρύβει παγίδες. Τέτοια θέματα στην ποίηση γενούν εκτρώματα, στίχους μελό και επιτηδευμένους, δάκρυα κροκοδείλια, υπερβολικό θρήνο και οδυρμό. Όχι στο παραπάνω ποίημα. Είναι εξαιρετικά δύσκολο να προσεγγίσεις το πρόβλημα τής μάζας μέσα από μία ανάλαφρη αλληγορία ή παραβολή. Είναι πολύ δύσκολο να κλείσεις μία ολάκερη πραγματικότητα μέσα σε δέκα στίχους και να εκφράσεις τόσο καθαρά και απλά αυτό που συμβαίνει εκεί έξω.
Προσέξτε και κάτι ακόμη, την στιχοθεσία, απομονώστε τους στίχους στα εισαγωγικά, δηλαδή τον διάλογο και προχωρήστε σε σύζευξη εκείνων που απομένουν.
Τους είπα.
Μού είπαν.
Ψιθύρισα.
Τίποτα.
Θα ένιωθα έκπληξη εάν ετούτη η τοποθέτηση δεν είναι σκοπούμενη. Δείτε τον σταδιακό εκφυλισμό. Από την σχεδόν φιλική προσέγγιση τού πρώτου στίχου, (θυμίζει πρώτη ημέρα στο σχολείο, την πρώτη φορά στο σχολείο), έως το τελευταίο Τίποτα, τον μηδενισμό δηλαδή τής προσωπικότητας. Η φυσιολογική ένταση φωνής χαμηλώνει σταδιακά, γίνεται ψίθυρος και τέλος επικρατεί η σιωπή. Δεν το πιστεύω τυχαίο.
Θα γράψω εδώ και το αμέσως επόμενο ποίημα τής συλλογής, εκείνο με τον αριθμό ένα, καθώς κατά έναν τρόπο ακολουθεί χρονικά το εισαγωγικό, λειτουργεί κάπως σαν συμπλήρωμα εκείνου.
Εσείς που με βλέπετε έτσι κατάλευκο
αγνοείτε πόσες χλωρίνες έχω πιει
για να διατηρήσω την λευκότητά μου.
Και ανεμίζω στα σκοινιά τού κόσμου
πιασμένος με ένα κόκκινο μανταλάκι στον
σβέρκο
Διάφανος σαν σύννεφο
αλλά με καμμένα εντόσθια.
Αφόρητο το άνευ νοήματος που φέρω.
Το πλένω μόνος μου στο χέρι το βράδυ.
Το βρίσκω στεγνό το πρωί.
Το ξαναφορώ.
Μαζί με το εισαγωγικό, από τα καλύτερα ποιήματα τής συλλογής. Κάντε τον κόπο να το δούμε λίγο πιο προσεκτικά, αξίζει τον κόπο.
Έχουμε λοιπόν τον ενήλικο άνθρωπο που έχει πια συμβιβαστεί, που έχει αποδεχθεί την «πρώτη δαγκωνιά» τού πλήθους, έχει γενεί ένας από αυτούς. Λευκός, κατάλευκος, σαν την κυρίαρχη φυλή. Για τούτο το λευκό έχει θυσιάσει κάθε διαφορά, κάθε διαφωνία, κάθε παρέκκλιση. Αλλά παλεύει με την συνείδησή του κάθε ημέρα, προσπαθεί να έβρει δικαιολογίες (χλωρίνες) για τον συμβιβασμό του, στο σβέρκο του (σύμβολο τής κυριαρχίας) η δύναμη τού πλήθους είναι απόλυτη, πιεστική. Και κάπου εδώ ο Τζανάτος συναντιέται με τον Καβάφη. Παλεύει όλη νύχτα να αποτινάξει από μέσα του το ασήμαντο που κουβαλά ως παράσημο για να ταιριάξει με τους υπόλοιπους, κάθε βράδυ μοναχός υπόσχεται την επομένη να είναι άλλος, διαφορετικός, μα κάθε πρωί φορά ξανά την ίδια στολή, τις ίδιες απόψεις, την ίδια υποταγή και παραμένει μέλος τής μάζας. Δειλός, άβουλος, παραδομένος.
Μπορεί τα παιχνίδια με την γλώσσα να αλαφρώνουν κάπως την ατμόσφαιρα τού ποιήματος, μα στο βάθος υπάρχει μία τραγικότητα, η αφόρητη λύπη εκείνου που λειτούργησε ως πρόδουλος, έσπευσε δηλαδή σχεδόν αυτοβούλως να παραδοθεί δίχως αντίσταση καμιά, δίχως μία έστω μάχη για την τιμή των όπλων και τώρα πρέπει κάθε μέρα να ζει με την δειλία του, την ατολμία του, τον φόβο που τού στέρησε την ευτυχία μιάς μοναδικότητας. Πρόκειται για εικόνα που έρχεται από την αρχαία τραγωδία ακόμα και παραμένει σε ισχύ ως τα σήμερα, θα τολμούσα να πω πολύ περισσότερο σήμερα.
Αν ήθελα να κάμω κάποιες συγκρίσεις, (πράγμα καθόλου καλό πάντως σε κριτικό σημείωμα), θα έλεγα ότι τα ολιγόστιχα τού Τζανάτου διαθέτουν κάποια ομοιότητα με τα αντίστοιχα τού Μόντη, ποιητή βεβαίως κατά πολύ πιο ολοκληρωμένου και βαθύτερου, καθώς παρέδωσε έργο μεγάλο και είχε την πολυτέλεια να γράφει έως και προχωρημένη ηλικία. Έτσι και ο Μόντης -ασχολείται με τα πιο τραγικά θέματα τής ύπαρξης, τα πιο σοβαρά, τα πιο σημαντικά, αλλά με μία τεχνική που τα αλαφρώνει, τα κάμει λιγότερο αφόρητα και σοβαρά, είναι σαν να παίζει μαζί τους και έτσι να τα υπολογίζει, (ή και να τα φοβάται) λιγότερο.
Δείτε ένα άλλο ποίημα που μού έκανε εντύπωση.
Μού χτύπησε την πόρτα τού σπιτιού
Η Ιστορία.
Δεν τής άνοιξα.
Σήμερα μπήκε με δικά της κλειδιά.
Πίσω της, μια μπουλντόζα.
Αναπόφευκτα ο νους πάει στον Λεοντάρη. Δείτε τον ανάλογο στίχο του.
[ ]
…καθώς το νιώθεις πια/πως άρχισε το τρομερό κι απρόσμενο/[ ] πέρασμα τής ιστορίας επάνω σου.
Εξαίρετος στίχος. Για δείτε πώς συναντώνται οι ποιητές, ακόμη και όταν αγνοεί ο ένας τον άλλον. «Την πόρτα τού σπιτιού» γράφει ο Τζανάτος, ακριβώς για να τονίσει ότι κάποια στιγμή τα όσα συνέβαιναν στον δημόσιο χώρο απαιτούσαν την συμμετοχή του, την δράση του, την συνευθύνη του, την εγγραφή του στα συμβαίνοντα. Την τοποθέτηση δηλαδή τού ιδιωτικού, (τού ιδιόκτητου σπιτιού, τού κατ’ εξοχήν συμβόλου τού μικροαστισμού και τής ιδιώτευσης), σε χαμηλότερη μοίρα από το γενικότερο καλό, από τι καλό τής πόλης, (για να θυμηθούμε και λίγο την κλασσική Αθήνα). Και αυτό δεν το έπραξε. Παρέμεινε σπίτι του, αμέτοχος, κοιτώντας την δουλίτσα του, φοβούμενος τα μπλεξίματα, το κόστος, το τίμημα. Δείτε όμως το τελευταίο δίστιχο, εκεί είναι όλο το νόημα, όλη η συμπύκνωση. Αυτό που εσύ δεν έπραξες, εκείνο που εσύ φοβήθηκες, το αντιμετώπισαν άλλοι, άλλοι έγραψαν την ιστορία ερήμην σου, άλλοι άλλαξαν τον κόσμο και αυτός ο καινούριος κόσμος που πλέον δεν είσαι κομμάτι του ισοπεδώνει όπως η μπουλντόζα και σένα και το σπιτάκι σου και την πολύτιμη ιδιώτευσή σου. Εξαιρετικό ποίημα.
Ειλικρινά είναι η πρώτη φορά στα χρόνια που γράφω, που δεν θέλω και δεν πρόκειται να δώσω κι άλλα δείγματα τής συλλογής, θα είναι πράγματι κρίμα να σάς στερήσω την απόλαυση τής πρώτης επαφής με την συλλογή τού Τζανάτου. Άλλωστε τα περισσότερα είναι ολιγόστιχα ή επιγραμματικά και δεν χρειάζονται δα και καμία φοβερή ανάλυση, αρκεί να επιμένετε στην ανάγνωση κάτω από τις γραμμές. Μοναχά δύο τελευταία. Το πρώτο.
Εκείνη η αγωνία να σε ακούσουν,
σε κατάντησε τενεκέ
και παράγεις θόρυβο.
Ησύχασε.
Δεν θα γίνεις ποτέ μουσική.
Παύση γεννήθηκες.
Εντάξει ευφυολόγημα, αφορισμός, όμως τι ευφυολόγημα! Είκοσι λέξεις όλες κι όλες, μα πόση ευστοχία, πόση δύναμη νοηματική, πόση ακρίβεια εκφραστική, έτσι που δεν περισσεύει τίποτα, μήτε μια τελεία. Και σε πόσους και πόσους άραγε σημερινούς δήθεν δημιουργούς δεν θα μπορούσαμε να απευθυνθούμε με τούτο το ποίημα.
Και το δεύτερο ποιηματάκι, αθυρόστομο, παιχνιδιάρικο, απρόσμενο.
Πολλά ποιήματα είπαμε.
Ας πούμε κι ένα μπινελίκι.
Ένα: Δεν μού γαμιέστε…!
Να ανανεωθεί ο αέρας.
Όσοι γράφουν, όσοι βασανίζονται με τα χαρτιά ολημερίς, όσοι τρώνε την ζωή τους για να εύρουν την μία και μόνη ταιριαστή λέξη, αντιλαμβάνονται πλήρως αυτόν τον τελευταίο στίχο, Να ανανεωθεί ο αέρας (την χασμωδία εδώ μήτε που την προσέχεις), να πετάξουμε από πάνω μας την σκόνη, την σχολαστικότητα, τον αγέρα στο γραφείο που έχει γίνει αποπνικτικός, γεμάτος μούχλα, καπνό και μυρωδιά κλεισούρας. Να ασχοληθούμε και λίγο με το ασήμαντο, έτσι σαν διάλειμμα, σαν διαφυγή, βαλβίδα εκτόνωσης.
Περίεργο πράγμα η ποίηση, το κείμενο, η λογοτεχνία. Πάνω εκεί που έχεις απελπιστεί από κείνα που διαβάζεις, την ώρα που με τον φανό αναζητείς έναν και μόνο καλό στίχο, βγαίνει εμπρός σου μία ολάκερη συλλογή γεμάτη τέχνη, ποιότητες, βάθος και δύναμη μοναδική. Πιο κρίμα και από κρίμα που η ζωή τού Τζανάτου τέλειωσε τόσο νωρίς. Αν είχα την ευκαιρία να τον γνωρίσω θα τού έλεγα περίπου τούτα –«καλή η σκηνοθεσία, άξια τα θεατρικά σου, άξια η δουλειά σου· μα η δύναμή σου, ο στοχασμός σου και η ποιότητά σου, όλα είναι προορισμένα για την ποίηση· ασχολήσου μ’ αυτήν περισσότερο και είναι βέβαιο ότι το σημερινό διαμαντάκι σύντομα θα γενεί διαμάντι λαμπερό και ολοκληρωμένο. Και έχουμε χρόνια να συναντήσουμε κάτι αστραφτερό, την ίδια ώρα και κάτι βαθύ στην ελληνική λογοτεχνία…».
Όπως και νάχει, όσοι αγαπάτε την ποίηση και αναζητάτε τα άξια, κάμετε χώρο στην βιβλιοθήκη σας για τον Τσιμάρα Τζανάτο.
Την δικαιούται την θέση του.
«Ένας ναός το σώμα σου,μια προσευχή η ψυχή σου.Κάθε γεύμα, ένα χάδι φροντίδας. Κάθε επιλογή, μια υπόσχεση
Ποίηση και επανάσταση είναι έννοιες ταυτόσημες. Η επανάσταση του 1821 μέσα από την ποίηση βρήκε
Σαν σήμερα γεννήθηκε το 1931 ο σημαντικός ποιητής από τη Θεσσαλονίκη, που με τον παραδειγματικό
Σαν σήμερα στις 18 Μαρτίου του 1966, «έφυγε» από τη ζωή σε ηλικία 84 χρόνων στο σπίτι