Shopping Cart

Κανένα προϊόν στο καλάθι σας.

Αφιέρωμα στον Χρίστο Λάσκαρη, τον ποιητή της λιτότητας

Χρίστος Λάσκαρης (Χάβαρι Ηλείας,  1931 – Πάτρα, 11/06/2008). Γράφει ο φιλόλογος Κ.Π. Κωστέας ✍🏽

Ποιητής της Β΄ Μεταπολεμικής Γενιάς. Συνδέθηκε με τον Ντίνο Χριστιανόπουλο και τον Κύκλο της Διαγωνίου. Επιπλέον, συνεργάστηκε με τα περιοδικά Εντευκτήριο,  Πλανόδιον και Πάροδος. Η πρώτη εμφάνισή του στα γράμματα έγινε το 1970 μέσω της συμμετοχής του στην Ανθολογία Παρουσίες. Η συγκεντρωτική έκδοση του έργου του με τίτλο Ποιήματα, που κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Τύρφη (Θεσσαλονίκη 2022), περιλαμβάνει οκτώ ποιητικές ενότητες.

Τα ποιήματά του απαρτίζονται από λίγες αράδες. Παρ’ όλα αυτά κρύβουν τεράστιο βάθος. Ποιητής που ταιριάζει στην πεζή εποχή μας, καθώς φωτογραφίζει τη φθορά, τη στατικότητα, τη ρουτίνα, την τυποποίηση· συμπτώματα της ετοιματζίδικης ζωής του σήμερα, που μας συνθλίβουν: 

Επαρχία

Πόσος θάνατος κυκλοφορεί στους δρόμους,

πόσο καλοντυμένος θάνατος:

άντρες μες στ’ ακριβά κοστούμια τους

γυναίκες μέσα στα πλούσια παλτά τους.

Δείχνουνε ζωντανοί

και θα μπορούσες να τους πεις ευτυχισμένους

καθώς με δώρα επισκέψεις ανταλλάσσουνε.

Μα το βράδυ

που επιστρέφουνε στα σπίτια τους

κι αρχίζουν να ξεντύνονται αργά,

μέσα απ’ τον καθρέφτη

ένας πεθαμένος τους κοιτάζει.

Ο τόνος του μελαγχολικός, σχεδόν πένθιμος, συνιστά έναν διαρκή στοχασμό απέναντι στις ανθρώπινες καταστάσεις. Ο έντονος λυρισμός των στίχων του υδρεύεται από τον έρωτα, τον θάνατο, την ανία, τη μονοτονία, την αδυναμία της τεχνικής να ανανοηματοδοτήσει τον σύγχρονο κατακερματισμένο άνθρωπο. Τα συναισθήματα συχνά υποβάλλονται στον αναγνώστη και μέσω της περιγραφής πραγμάτων που έχουν απωλέσει τη χρηστικότητά τους, όπως ένα άδειο σπίτι: 

Το σπίτι αυτό

Άδεια, νεκρά δωμάτια —
το σπίτι αυτό
πώς στοίχειωσε, θέε μου.
Ίσκιοι το κατοικούν,
πεθαμένα φτερά·

ρολόγια,
μες στην άνοιξη σταματημένα.

Διάχυτη και η αίσθηση της νοσταλγίας για έναν «χαμένο παράδεισο»:

Μαντένια

Ένα κρεβάτι

και να είναι Αύγουστος,

και ξέρω εγώ να ξαναζήσω.

Άλλωστε, ιδιαίτερη έμφαση πρέπει να δώσουμε στη διττή διάσταση ανάμεσα σε: α) παιδική ηλικία – ωριμότητα, β) επαρχία – μεγαλούπολη, που δημιουργεί μια ατμόσφαιρα ασφυκτική· από την οποία δεν υπάρχει κάποια δυνατότητα δραπέτευσης: 

Άνθρωποι της πόλης

Θα τους δείτε το πρωί της Κυριακής

-πηγαίνοντας για την εκκλησία-

να πλένουν οικογενειακώς το αυτοκίνητο.

Είναι οι άνθρωποι της πόλης που ετοιμάζονται.

Θα βγούνε στην εξοχή.

Θα πάνε να φέρουνε

στο διαμέρισμα λουλούδια.

Ακόμα και φορτισμένες θετικά καταστάσεις, όπως η αυγή ως κοιτίδα του νέου, αποκτούν αρνητικό πρόσημο:

Αθωότητα

Δεν ξέρει τίποτα η αυγή

όταν χαράζει ευτυχισμένη

και δυναμώνει

και σε μέρα ξετυλίγεται.

τίποτα

απ’ το σκοτάδι που ζυγώνει.

Τα πρόσωπα που παρελαύνουν από τα ποιήματα του είναι λαϊκά, αντιποιητικά, αντιηρωικά, μη εξιδανικευμένα. Ανάμεσά τους τρελοί, παρίες, βιαστικοί, απελπισμένοι, στερημένοι από έρωτα, μοναχικοί….

Θα μιλήσω γι’ αυτούς


Θα μιλήσω γι’ αυτούς
που δεν εγνώρισαν ποτέ τον έρωτα,
για όσους πλαγιάζουν
το βράδυ μ’ έναν ίσκιο,
που ένα φιλί
δε δρόσισε τον ύπνο τους,
δεν έσταξε στο στήθος τους
κανένας λόγος,
μόνο μια γεύση ερημιάς,
στα χείλη τους.
Γι’ αυτούς θα πω,
που έζησαν σαν τις φρυγμένες στέρνες,
ολάκερη ζωή.

Ο ποιητής και προσωπεία του, που ταυτίζονται με τον ίδιο, συχνά, μέσω της μνήμης και ασυνείδητων ονειρικών καταστάσεων, έρχονται αντιμέτωποι με τις απρόσκλητες επισκέψεις των νεκρών. Στόχος τους δεν είναι να κερδίσουν την υστεροφημία, αλλά να στοιχειώσουν τους ζωντανούς, εκείνους που έμειναν πίσω, όντας ανήμποροι να συμβιβαστούν με το τελεσίδικο. Άλλωστε, οι δικοί του νεκροί, σ’ αντίθεση μ’ εκείνους του Μαβίλη, δεν έχουν λησμονήσει: 

Πάλι ο πατέρας μου

Απόψε είδα πάλι τον πατέρα μου.
Τριαντατρία χρόνια πεθαμένος
και δεν κουράστηκε να μ’ επισκέπτεται.

Φορούσε το καπέλο του πώς θα ταξίδευε.

Η μητέρα μου μπάλωνε στη γωνιά.
«Κάτσε», του λέει· «πού ήσουνα».

Η σχέση του με την ποίηση αναδεικνύεται μέσα από ποιήματα Ποιητικής. Κοινός τόπος τους ο υπαινιγμός:

Δε γράφονται τα ποιήματα σ’ ένα χαρτί

Δε γράφονται τα ποιήματα σ’ ένα χαρτί·
ξεθάβονται
με μιαν αξίνα τα μεσάνυχτα

αφήνοντας
κι από ‘να λάκκο.

Το πηγάδι

Έριχνε ποιήματα σ΄ ένα πηγάδι μέσα.

Θα το εξαφανίσω, είχε πει∙

κι απλώνοντας το χέρι του στον ουρανό,

έκοβε κάθε τόσο

κι από ένα — 

ώσπου ο ουρανός άδειασε.

Αξίζει να  διαβάσουμε τον Χρίστο Λάσκαρη, για να κοιτάξουμε πέρα από τις συμβάσεις της μικροαστικής ζωής, πέρα απ’ τα κατά συνθήκην ψεύδη που μας παρουσιάζουν δήθεν άτρωτους, πέρα απ’ το δανεικό φως των φωταγωγών στις γκρίζες πολυκατοικίες:

Ψέμα

Είχα την αίσθηση πως πήγαινα,

πως θα ‘φτανα σε λίγο κάπου.

Αυτό το ψέμα

κράτησε μια ολόκληρη ζωή.

Ο φωταγωγός

Ήταν το θέμα μια ευκολία:

είχες από κάπου να πιαστείς,

να αναπτύξεις.

Τώρα εδώ,

σε τούτο το φωταγωγό που μ’ έριξαν,

κοιτώ το ύψος και φοβάμαι.

Πρέπει ν’ αναρριχηθώ.

Λέξεις να βρω

που να γαντζώνουν στο τσιμέντο.

Ψιθυρίζω στίχους του – για μένα εκεί έγκειται η επιτυχία ενός ποιητή -, όταν φοράω γιορτινά ρούχα και δυσανασχετώ, όταν πατώ το κουμπί στο ασανσέρ, όταν αναλώνομαι σε ανούσιες σχέσεις, όταν κρύβω συναισθήματα που πρέπει να εκφραστούν…. Ξέρω, άλλωστε, ότι πάντα κάτι λείπει…

Μιλούνε ακατάπαυστα

Χειρονομούν
μιλούνε ακατάπαυστα
τι εύκολα που υπάρχουν!

Ενώ αυτός
-δυο τραπεζάκια διαφορά-
παλεύει
Με τα σκοτεινά του δευτερόλεπτα.

Ο ποιητής δε νοιάστηκε για την υστεροφημία, δε χώθηκε σε παρεούλες λογίων, δεν κυνήγησε τις περισπούδαστες κριτικές. Μαθήτευσε στη Σαπφώ, τους επιγραμματοποιούς της Παλατινής Ανθολογίας, τον Καβάφη, τον Καρυωτάκη, τον Αφροαμερικάνο ελεγειακό ποιητή Langston Hughes. Η γλώσσα του, μια ακτινογραφία των πολυσύχναστων δρόμων, έμεινε μακριά από τις περιττές φανφάρες και καλολογίες, χρησιμοποίησε τα επίθετα με φειδώ.  

Θέλω μονάχα

Δε θέλω να ξέρω κανόνες για την Ποίηση
ούτε τι γράφουνε γι’ αυτήν
οι σπουδασμένοι.

Θέλω μονάχα
να με απορροφάει,
όλο να με απορροφάει η μουσική

για να μπορώ στα ποιήματά μου
να σωπαίνω.

Η διασπορά των στίχων του στο διαδίκτυο δείχνει ότι έχει να πει πολλά, σε καιρούς αντιποιητικούς, ρηχούς. Η τέχνη του δεν περιορίζεται για να κλειστεί σε φωταγωγημένες αίθουσες με αέναους χειροκροτητές. Το ποίημα «Επιμένω σ’ έναν άλλο κόσμο» γίνεται επωδός εκείνων που οραματίζονται κάτι διαφορετικό, εκείνων που δεν εγκαταλείπουν την προσπάθεια, όσο κι αν τα περιθώρια λιγοστεύουν. Νομίζω πως δύσκολα θα ξεχαστεί:

Επιμένω σ΄ έναν άλλο κόσμο

Επιμένω σ΄ έναν άλλο κόσμο.

Τον έχω τόσο ονειρευτεί,

τόσο πολύ έχω σεργιανίσει μέσα του 

που πιά 

είναι αδύνατον να μην υπάρχει. 

Συνοπτικό Βιογραφικό

Ο Κωνσταντίνος Κωστέας γεννήθηκε στις 03/08/1990 στην Καλαμάτα. Είναι αριστούχος απόφοιτος του τμήμα­τος Φιλολογίας (Κατεύθυνση Βυζαντινής και Νεοελληνικής Φι­λολογίας) και του μεταπτυχιακού προγράμματος  «Αρχαία και Νέα Ελληνική Φιλοσοφία» (κατεύθυνση: Νεοελληνική Φιλολογία) της Σχολής Ανθρωπιστικών Επιστημών και Πολιτισμι­κών Σπουδών του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου με έδρα την Καλαμάτα. Από το 2021 είναι υποψήφιος Διδάκτωρ του ιδίου τμήματος.  Έχει επιμεληθεί πλήθος κειμένων. Ασχολείται με την ποίηση. 

to_saravalo blog