Shopping Cart

Κανένα προϊόν στο καλάθι σας.

Aφιέρωμα στον Ποιητή του αποκρυφισμού Άγγελο Σικελιανό

Τι ήταν για μένα αυτός ο δρόμος / πάντα σα δρόμος της Ψυχής… Φανερωμένος

Άγγελος Σικελιανός (Λευκάδα, 15 Μαρτίου 1884 – Αθήνα, 19 Ιουνίου 1951) 

Πρόκειται για έναν από τους σημαντικότερους λογοτέχνες που εμφανίστηκαν στα γράμματα τις δύο πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα. Όντας συνομηλικός του Βάρναλη και του Καζαντζάκη, κατά τον Αλέξανδρο Αργυρίου, εντάσσεται κι αυτός στη Γενιά του 1910. Οι στίχοι του χαρακτηρίζονται από πηγαίο λυρισμό, καθώς υποβάλλουν στον αναγνώστη μια πλημμυρίδα συναισθημάτων που δεν περιορίζονται στο «εγώ», αλλά, όπως θα δούμε παρακάτω, έχουν συλλογική διάσταση:

Ιερά Οδός (απόσπασμα)

«Θά ‘ρτει τάχα ποτέ, θε νά ‘ρτει η ώρα

που η ψυχή της αρκούδας και του Γύφτου,

κι η ψυχή μου, που Μυημένη τήνε κράζω,

θα γιορτάσουν μαζί;»

Κι ως προχωρούσα,

κι εβράδιαζε, ξανάνιωσα απ’ την ίδια

πληγή, που η μοίρα μ’ άνοιξε, το σκότος

να μπαίνει ορμητικά μες στην καρδιά μου,

καθώς από ραγισματιάν αιφνίδια μπαίνει

το κύμα σε καράβι που ολοένα

ουλιάζει… Κι όμως τέτοια ως να διψούσε

πλημμύραν η καρδιά μου, σα βυθίστη

ως να πνίγηκε ακέρια στα σκοτάδια,

σα βυθίστηκε ακέρια στα σκοτάδια, 

ένα μούρμουρο απλώθη απάνωθέ μου,

ένα μούρμουρο,

     κι έμοιαζ’ έλεε:

         «Θά ‘ρτει…»

Η ποίησή του λογίζεται μεγαλήγορη, φύσει αισιόδοξη, και, κατά γενική ομολογία, διαβάζεται δυνατά. Δόκιμη θα ήταν  μια αντιπαράθεσή του με χαμηλόφωνους ποιητές της Γενιάς του Μεσοπολέμου, που τον διαδέχεται. 

 Ύμνος του μεγάλου Nόστου (απόσπασμα)

Όργιο βαθύ! Στον πάγκοσμο παλμό σου, μες στο νέο

που γνώρισα κορμί,

στης δύναμής σου την πηγή κατάβαθα αναπνέω

μ’ ανήκουστην ορμή,

κι ως κατεβαίνει αγνάντια μου, χωρίς να το γυρεύω,

τα βάθη τ’ ουρανού

ο αρματωμένος Έρωτας, σκιρτώ κι αντιχορεύω

με τ’ άρματα του νου!

Η προσήλωσή του στη γλώσσα γίνεται ευκρινής από τη χρήση ιδιαίτερα επιμελημένων σύνθετων επιθέτων, επίδραση που ανάγεται στον αρχηγέτη της γενιάς του 1880, Κωστή Παλαμά. Οι οφειλές του στον Σολωμό ενοφθαλμίζονται ιδιαίτερα στην παρθενική του ποιητική συλλογή με τίτλο Αλαφροΐσκιωτος, το 1909. Εμφανείς γίνονται ακόμα οι απηχήσεις του Μαβίλη και του Βαλαωρίτη. Ως προς την αισθητική του ακροβατεί ανάμεσα στον ρομαντισμό, τον αισθητισμό, τον συμβολισμό ή τη μετεξέλιξή του «καθαρή ποίηση» και τον παρνασσισμό. Ως προς τη στιχουργική του, λογίζεται ανανεωτής της παράδοσης, καθώς παρά την αξιοποίηση παραδοσιακών στροφικών συμπλεγμάτων (π.χ. σονέτα) και μέτρων (π.χ. ιαμβικός δεκαπεντασύλλαβος) κατορθώνει να σπάσει τη μετρική και στιχουργική ακαμψία (ελευθερωμένος στίχος). 

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει ο συγκρητισμός του· μια σύνθεση της αρχαίας ελληνικής θρησκείας (π.χ. θαυματουργή ανάδυση Αφροδίτης) και γραμματείας (προσωκρατικοί φιλόσοφοι, Πίνδαρος) και τελετουργίας (Ορφικά, Ελευσίνια Μυστήρια) με την ορθοδοξία, την απόκρυφη ευαγγελική παράδοση και τη χριστιανική υμνογραφία. Ενδεικτικά, Άδωνις και Χριστός, Παναγία, Δήμητρα και Αστάρτη αναμειγνύονται, σηματοδοτώντας  τον κύκλο των εποχών, τον μαρασμό και την αναβλάστηση. 

Στ’ όσιου Λουκά το μοναστήρι (απόσπασμα)

Στ’ Όσιου Λουκά το μοναστήρι, απ’ όσες

γυναίκες του Στειριού συμμαζευτήκαν

τον Επιτάφιο να στολίσουν, κι όσες

μοιρολογήτρες ώσμε του Μεγάλου

Σαββάτου το ξημέρωμα αγρυπνήσαν,

ποια να στοχάστη -έτσι γλυκά θρηνούσαν!-

πως, κάτου απ’ τους ανθούς, τ’ ολόαχνο σμάλτο

του πεθαμένου του Άδωνη ήταν σάρκα

που πόνεσε βαθιά;

Δεν λείπουν, επίσης, αναφορές  και στις ανατολικές θρησκείες, όπως ο βουδισμός:

Η αυτοκτονία του Ατζεσιβάνο, μαθητή του Βούδα

Ανεπίληπτα επήρε το μαχαίρι

ο Ατζεσιβάνο. Κι ήτανε η ψυχή του

την ώρα εκείνη ολάσπρο περιστέρι.

Κι όπως κυλά από τʼ άδυτα του αδύτου

των ουρανών μες στη νυχτιά ένʼ αστέρι.

ή, ως πέφτει ανθός μηλιάς με πράο αγέρι,

έτσι απʼ τα στήθια πέταξε η πνοή του.

Χαμένοι τέτοιοι θάνατοι δεν πάνε.

Γιατί μονάχα εκείνοι πʼ αγαπάνε

τη ζωή στη μυστική της πρώτη αξία

μπορούν και να θερίσουνε μονάχοι

της ύπαρξής τους το μεγάλο αστάχυ

που γέρνει πια, με θείαν αταραξία!

Την προσοχή μας κεντρίζει η ταύτιση της λογικής σκέψης (Απόλλων) και του ενστίκτου (Διόνυσος, Παν), η συμπόρευση των θείων και των ανθρώπινων παθών. Πάγια είναι η πεποίθηση του πως ακόμα και μέσα σε συνθήκες σήψης (χαρακτηριστική η θέα ενός νεκρού σκυλιού από τον Ιησού και τους μαθητές του), πνευματικής συσκότισης, κοινωνικής και ηθικής αποτελμάτωσης, η λάμψη της Τέχνης μένει αναλλοίωτη δίνοντας το ερέθισμα για τη  δικαιοσύνη, την αναγέννηση, την κάθαρση, τη λύτρωση. Εξάλλου, Μόνο δια της πλαστουργού δύναμης της Τέχνης, που αποβλέπει στο Αιώνιο, θα υπερβούμε τον καλπασμό του χρόνου και το αδυσώπητο της κοινής μοίρας που συνέχει τους θνητούς.

Άγραφον (απόσπασμα)

«Τη φοβερήν οσμήν, εκείνος πόχει

καθάρια ανάσα, και στη χώρα μέσα

την ανασαίνει, όθ’ ήρθαμε… Μα, τώρα

αυτό που βγαίνει απ’ τη φτορά θαυμάζω

με την ψυχή μου ολάκερη… Κοιτάχτε

πώς λάμπουνε τα δόντια αυτού του σκύλου

στον ήλιο· ως το χαλάζι, ωσάν το κρίνο,

πέρα απ’ τη σάψη, υπόσκεση μεγάλη,

αντιφεγγιά του Αιώνιου, μα κι ακόμα

σκληρή του Δίκαιου αστραπή κι ελπίδα!»

Η εξύμνηση της φύσης μέσα από περίτεχνες περιγραφές, εύλογα του δίνει την ιδιότητα του «πανθεϊστή»  Εμβαπτισμένοι στα ιερά της νάματα και μεταρσιωμένοι ως τις απάτητες βουνοκορφές, όσοι παρελαύνουν από την ποιητική του πανδαισία, συνήθως νέοι και φορτισμένοι με ιδιαίτερο σωματικό και ψυχικό σφρίγος δύναται να εννοήσουν τι σημαίνει πληρότητα ζωής. Η εξύμνηση στα νιάτα τον καθιστά πρόδρομο του Εμπειρίκου, του Σεφέρη, του Ελύτη. Πολλές φορές οι αχειρόποιητες εικόνες με τόση αφθονία μας χαρίζει ταυτίζονται με τη γενέτειρά του Λευκάδα:\

«Ο βαθύς λόγος» (απόσπασμα)

Δάσο όλο δρυ στην κορφή σου,

σιδερόχορδη ανάβρα

που αχνίσαν τα σπλάχνα μου απάνω

ολοκαύτωμα θείο,

και η άκρη σου τρέμει σα φύλλο,

μέσα βροντάει ο Λευκάτας,

μαζώνεται η μπόρα,

ξεσπάει μες στο θείον ελαιώνα,

τρικυμίζει το πέλαο,

νησί μου·

άλλη θροφή από τη θροφή μου

δε θα βρω,

απ’ την ψυχή μου άλλη ψυχή,

άλλο κορμί από το κορμί μου.

Υπάρχουν σημεία, βέβαια, που ο εφησυχασμός του εγκαταλείπεται καθώς κρούει τον κώδωνα του κινδύνου για την καθυπόταξη της χλωρίδας και της πανίδας στον άνθρωπο: 

Ιερά Οδός (απόσπασμα)

Μα μπροστά μου, ορθωμένη από τη βία

του χαλκά και της άμοιρης στοργής της,

δεν έβλεπα άλλο απ’ την τρανήν αρκούδα

με τις γαλάζιες χάντρες στο κεφάλι,

μαρτυρικό τεράστιο σύμβολο όλου

του κόσμου, τωρινού και περασμένου,

μαρτυρικό τεράστιο σύμβολο όλου

του πόνου του πανάρχαιου, οπ’ ακόμα

δεν του πληρώθη απ’ τους θνητούς αιώνες

ο φόρος της ψυχής… 

Ενστερνιζόμενος τον ρόλο του ποιητή-προφήτη, του πνευματικού ταγού, του αναμορφωτή, που συναντάμε, άλλωστε στο έργο του Παλαμά (βάρδος του μεγαλοϊδεατισμού) και του Βάρναλη (διαπρύσιος κήρυκας του μαρξισμού και της Οκτωβριανής Επανάστασης), οραματίζεται την ενότητα του κόσμου μ’ έναν τρόπο υπερβατικό, ενδεχομένως ανεδαφικό. Συγκεκριμένα, εμπνευσμένος από την αρχαία ελληνική σκέψη και, δευτερευόντως,  τη δημιουργική δύναμη των λαϊκών ανθρώπων, που χανόταν στο βάθος του χρόνου, με πυρήνα το δημοτικό τραγούδι, συνέλαβε τη Δελφική Ιδέα. Πρόκειται για ένα όραμα πνευματικής ένωσης των λαών.  Οι Δελφοί ως «ομφαλός της γης» νοούνταν ως  παγκόσμιο πνευματικό κέντρο, ικανό να ενώσει δημιουργικά τις αντιθέσεις των πολιτισμών. Η Δελφική Ιδέα περιλάμβανε επίσης τη σύσταση της Δελφικής Ένωσης, μιας παγκόσμιας αμφικτυονίας με στόχο τη συναδέλφωση των λαών καθώς και το Δελφικό Πανεπιστήμιο, με σκοπό τη σύνθεση των παγκόσμιων παραδόσεων σε έναν κοινό μύθο. Στο πλαίσιο αυτών των προσπαθειών παρουσιάστηκαν στο αρχαίο θέατρο των Δελφών οι τραγωδίες Προμηθέας Δεσμώτης (1927) και Ικέτιδες (1930) του Αισχύλου. Το εγχείρημα, όμως, απέτυχε οικονομικά και οδήγησε στον χωρισμό του από την Αμερικανίδα σύζυγό του, Εύα Πάλμερ.

Κατά τον πόλεμο του 1940 και τη γερμανική Κατοχή, ο Σικελιανός συμμετείχε ενεργά στην πνευματική αντίσταση του ελληνικού λαού. Κορυφαία στιγμή αυτής της δράσης υπήρξε το  ποίημα «Παλαμάς», το οποίο απήγγειλε στην κηδεία του βάρδου του Μεγαλοϊδεατισμού, το 1943, ενώπιον του δοτού πρωθυπουργού, Κωνσταντίνου Λογοθετόπουλου, καθώς και εκπροσώπων των γερμανικών αρχών κατοχής. Πέραν του ελεγειακού τόνου για τον ποιητικό του μέντορα, πρόκειται για ένα άσμα πολεμιστήριο, έναν παιάνα, που εξυμνεί τη λευτεριά.

Παλαμάς (απόσπασμα)

Ηχήστε οι σάλπιγγες… Καμπάνες βροντερές,

δονήστε σύγκορμη τη χώρα πέρα ως πέρα…

Βόγκα Παιάνα ! Οι σημαίες οι φοβερές

της Λευτεριάς ξεδιπλωθείτε στον αέρα !

Να μην προσπεράσουμε και το «Πνευματικό Εμβατήριο» που λειτούργησε ως σάλπισμα για την ανόρθωση της Ελλάδας μετά την Κατοχή, πριν τον αδελφοκτόνο σπαραγμό. 
Πνευματικό Εμβατήριο (απόσπασμα)


Σιμώνει ο νέος ο Λόγος π’ όλα θα τα βάψει
στη νέα του φλόγα, νου και σώμα, ατόφιο ατσάλι…
Η γη μας αρκετά λιπάστηκε από σάρκα ανθρώπου…
Παχιά και καρπερά, να μην αφήσουμε τα χώματά μας
να ξεραθούν απ’ το βαθύ τούτο λουτρό του αιμάτου,
πιο πλούσιο, πιο βαθύ κι απ’ όποιο πρωτοβρόχι!
Αύριο να βγει ο καθένας μας με δώδεκα ζευγάρια βόδια
τη γην αυτή να οργώσει την αιματοποτισμένη…
Ν’ ανθίσει η δάφνη απάνω της και δέντρο ζωής να γένει,
και η Άμπελος μας ν’ απλωθεί ως στα πέρατα της Οικουμένης…


Ομπρός, παιδιά, και δε βολεί μονάχος του ν’ ανέβει ο ήλιος…
Σπρώχτε με γόνα και με στήθος, να τον βγάλουμε απ’ τη λάσπη·
σπρώχτε με στήθος και με γόνα, να τον βγάλουμε απ’ το γαίμα·
σπρώχτε με χέρια και κεφάλια, για ν’ αστράψει ο ήλιος Πνέμα!»

Πέραν της ποιήσεως, ασχολήθηκε με τη δραματουργία, συγγράφοντας τις τραγωδίες: Ο Διθύραμβος του ρόδουΟ Δαίδαλος στην Κρήτη, Ο Χριστός στη ΡώμηΟ θάνατος του Διγενή, Η Σίβυλλα. Συνεκτικό στοιχείο, τους η διαπάλη πνεύματος και ύλης.

Προς το τέλος της ζωής του, ο Άγγελος Σικελιανός αντιμετώπιζε σοβαρά προβλήματα υγείας, καθώς και οικονομική ανέχεια. Στις 4 Ιουνίου 1951, ύστερα από λάθος της οικιακής του βοηθού, έλαβε απολυμαντικό αντί για το φάρμακό του, με αποτέλεσμα να υποστεί σοβαρά εγκαύματα στο αναπνευστικό του σύστημα. Παρά τις προσπάθειες των γιατρών, στις 19 Ιουνίου 1951 άφησε την τελευταία του πνοή στην κλινική «Η Παμμακάριστος» στην Αθήνα.

Ακόμα και κατά την αναγγελία του θανάτου του, το τρίτο έτος της καχεκτικής δημοκρατίας, κάποιοι, βυθισμένοι στη λήθη σήμερα,  δεν του συγχώρησαν την εξύμνηση της Εθνικής μας Αντίστασης. O Γιάννης Σμαραγδής στην ταινία Καζαντζάκης (2017) στο πρόσωπό του είδε μια γκροτέσκα, ναρκισσιστική φιγούρα, που θυμίζει τον Δελαπατρίδη…

εφημερίδα Εμπρός, 21-6-1951 (αντλήθηκε απ’ το προφίλ του Γ. Χ. Θεοχάρη)

                                               Δελφικές Εορτές – Μάιος 1927

Γράφει ο φιλόλογος Κ.Π. Κωστέας ✍🏽

Συνοπτικό Βιογραφικό

Ο Κωνσταντίνος Κωστέας γεννήθηκε στις 03/08/1990 στην Καλαμάτα. Είναι αριστούχος απόφοιτος του τμήμα­τος Φιλολογίας (Κατεύθυνση Βυζαντινής και Νεοελληνικής Φι­λολογίας) και του μεταπτυχιακού προγράμματος  «Αρχαία και Νέα Ελληνική Φιλοσοφία» (κατεύθυνση: Νεοελληνική Φιλολογία) της Σχολής Ανθρωπιστικών Επιστημών και Πολιτισμι­κών Σπουδών του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου με έδρα την Καλαμάτα. Από το 2021 είναι υποψήφιος Διδάκτωρ του ιδίου τμήματος.  Έχει επιμεληθεί πλήθος κειμένων. Ασχολείται με την ποίηση. 

to_saravalo blog